- κολπιας
- κολπίας-ου adj. m складчатый, ниспадающий складками
(πέπλος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πέπλος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κολπίας — ο (Α κολπίας) [κόλπος] θαλάσσιος άνεμος που δημιουργείται γύρω από τα στόμια τών όχι και πολύ ανοιχτών κόλπων, κορφιάς αρχ. φρ. «κολπίας πέπλος» πέπλος που ανασηκώνεται με τα χέρια, έτσι ώστε να σχηματίζει μεγάλες πτυχές … Dictionary of Greek
κολπίας — κολπίᾱς , κολπίας swelling in folds masc acc pl κολπίᾱς , κολπίας swelling in folds masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολπία — κολπίᾱ , κολπίας swelling in folds masc nom/voc/acc dual κολπίας swelling in folds masc voc sg κολπίᾱ , κολπίας swelling in folds masc voc sg (attic) κολπίᾱ , κολπίας swelling in folds masc gen sg (doric aeolic) κολπίας swelling in folds masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολπίαν — κολπίᾱν , κολπίας swelling in folds masc acc sg (attic epic doric aeolic) κολπίας swelling in folds masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… … Dictionary of Greek